κακοπονητική

κακοπονητική
κακοπονητικός
unfit for toil
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κακοπονητικός — κακοπονητικός, ή, όν (Α) αυτός που δεν μπορεί να υποστεί κόπους, ταλαιπωρίες («κακοπονητική ἕξις τοῡ σώματος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πονητικός «ο γεμάτος ταλαιπωρίες» (< πονῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”